spatial | |
gen. | του χώρου |
comp., MS | χωρικός |
redundancy | |
gen. | πλεονασμός; πλεοναστικότητα |
econ. | απόλυση για οικονομικούς λόγους |
el. | εφεδρεία |
empl. | απόλυση |
IT tech. | πλεονασμός |
med. | εκφυλιστικότητα; επαναληπτικότητα |
| |||
του χώρου | |||
χωρικός (Pertaining to the relative position of things in an area) | |||
χωρικός; διαστημικός |
spatial : 110 phrases in 25 subjects |