spacing | |
agric. | απόσταση μεταξύ των γραμμών; φυτευτικός σύνδεσμος; απόσταση μεταξύ των πρέμνων |
commun. | αραίωση; τοποθέτηση κατά διαστήματα; το μεταξύ δύο στίχων διάστημα |
el. | απόσταση |
met. construct. | απόσταση των κέντρων |
transp. | χωρικός διαχωρισμός |
between | |
gen. | στο μεταξύ |
share | |
gen. | μερίδα συμμετοχής |
agric. mech.eng. | ύνις,υνί |
commun. | μοιράζομαι |
comp., MS | κοινή χρήση, κοινοποιώ, μοιράζομαι; μετοχή |
law | μερίδιο; μετοχή χωρίς ονομαστική αξία; μετοχικό κεφάλαιο |
shares | |
account. | μετοχές |
tip | |
gen. | φιλοδώρημα |
agric. industr. | επιστόμιο |
chem. | Σωλήνας διανομής |
coal. | επίχωμα υπερκειμένων |
industr. construct. | μύτη παπουτσιού |
industr. construct. met. | μαστός προφόρμας; αρχή νήματος |
mater.sc. mech.eng. | προστόμιο |
transp. construct. | σωρός υλικών εκσκαφής |
waste.man. | χώρος ταφής |
| |||
απόσταση μεταξύ των γραμμών | |||
| |||
ανοίγματα n | |||
| |||
φυτευτικός σύνδεσμος; απόσταση μεταξύ των πρέμνων | |||
αραίωση; τοποθέτηση κατά διαστήματα; το μεταξύ δύο στίχων διάστημα | |||
απόσταση | |||
απόσταση των κέντρων | |||
χωρικός διαχωρισμός | |||
English thesaurus | |||
| |||
spacing in drilling | |||
| |||
Space Processing and Collection Internals Group |
spacing : 256 phrases in 24 subjects |