DictionaryForumContacts

Google | Forvo | +

to phrases

spacer

['speɪsə] n
el. υποστήριγμα διατηρήσεως των αποστάσεων για πολύκλωνους αγωγούς; αποστάτης m
industr. Oδηγός Aπόστασης στα Φιαλοειδή
industr., construct. τεμάχιο διαχωρισμού; τεμάχιο απόστασης
mech.eng. διαχωριστικό n; αυλός διάστασης; δακτύλιος απόστασης; κάλυμμα n
med. διαχωριστής f; μεσοδιάστημα n; διαχωριστική αλληλουχία
met., mech.eng. αμφιδέτηση ακροφυσίου; ενδιάμεσο ακροφύσιο; μεσόζευγμα ακροφυσίου
transp. ενδιάμεσος δακτύλιος; τάκος m; δακτύλιος m; διαστημοδακτύλιος m; λεπτή προσθήκη; σφήνα f
spacers n
agric., construct. διαχωριστήρες m
spacer
: 45 phrases in 10 subjects
Chemistry1
Coal1
Communications1
Construction1
Electronics5
Industry4
Materials science2
Mechanic engineering17
Medical12
Transport1

Add | Report an error | Get short URL