sensor | |
gen. | ανιχνευτήρας; αισθητήριο όργανο; όργανο αντιλήψεως; συλλέκτης |
chem. | κυψελίδα μετρήσεως |
environ. | αισθητήριο; ανιχνευτής; αισθητήριο |
mech.eng. | αισθητήριο |
med. | αισθητήρας |
English thesaurus | |||
| |||
sbn |
spaceborne : 5 phrases in 4 subjects |
Communications | 1 |
Electronics | 2 |
Technology | 1 |
Transport | 1 |