extension | |
commun. | δευτερεύουσα τηλεφωνική εγκατάσταση; δευτερεύουσα τηλεφωνική σύνδεση; εσωτερικό τηλέφωνο |
comp., MS | επέκταση |
earth.sc. construct. | προέκταση |
IT el. | στιγμιαία κατάσταση βάσης δεδομένων |
med. | διαστολή; επιμήκυνση; διεύρυνση; έκταση |
English thesaurus | |||
| |||
SB |
sort by : 8 phrases in 3 subjects |
Communications | 5 |
General | 1 |
Information technology | 2 |