solvent | |
environ. | διαλύτης |
fin. | αξιόχρεος; φερέγγυος |
med. | διαλύτης; διαλυτικός |
transp. | ρευστοποιητής |
with | |
gen. | με |
incorporate | |
gen. | ενσωματώνω |
developer | |
commun. IT | αναπτύσσων; σχεδιαστής |
comp., MS | προγραμματιστής |
construct. mun.plan. | εργολάβος κατασκευών; εταιρεία κατασκευής και αξιοποίησης ακινήτων; κατασκευαστής ακινήτων; κατασκευαστική εταιρεία |
cultur. | εμφανιστής; προϊόν εμφάνισης; διάταξη εμφάνισης |
| |||
αξιόχρεος; φερέγγυος | |||
διαλύτης m; διαλυτικός m | |||
ρευστοποιητής | |||
| |||
διαλύτης m | |||
| |||
Διαλύτες m | |||
English thesaurus | |||
| |||
sol; solv |
solvent : 188 phrases in 20 subjects |