social | |
gen. | κοινωνική; κοινωνικό |
comp., MS | κοινωνικός; κοινωνικά δίκτυα |
-function | |
IT | λειτουργία |
function | |
gen. | λειτουργώ |
comp., MS | λειτουργία; συνάρτηση |
IT | συνάρτηση; συναρτησιακή διαδικασία |
med. | λειτουργία; λειτουργώ λειτούργησα; έργο |
| |||
κοινωνική; κοινωνικό | |||
κοινωνικός (Of or related to social networking); κοινωνικά δίκτυα (The webpage subheading for the view in Messenger that displays the social activity of friends) | |||
κοινωνικός | |||
English thesaurus | |||
| |||
soc |
social : 1139 phrases in 37 subjects |