snapping | |
industr. construct. chem. | Σπάσιμο; θρυμμάτισμα γυαλιού σε υαλόθραυσμα |
frame | |
comp., MS | πλαίσιο |
construct. | γεφύρωμα ενός προβλήτα |
cultur. | σώμα της συσκευής; κορνιζάρω; πλαισιώνω |
industr. construct. | σκελετός; κάσσα κουφώματος; παραστάτης πόρτας; πλαίσιο κουφώματος |
IT tech. | σειρά |
| |||
Σπάσιμο n; θρυμμάτισμα γυαλιού σε υαλόθραυσμα |
snapping : 8 phrases in 3 subjects |
Agriculture | 4 |
Industry | 2 |
Medical | 2 |