sliding block | |
mech.eng. | ολισθητήρας; στοιχείο ολίσθησης |
guide | |
gen. | καθοδηγώ |
comp., MS | οδηγός |
construct. | οδηγός ευθυγραμμίσεως |
industr. construct. | νηματοδηγός |
mech.eng. | οδήγηση; πέλμα οδήγησης |
med. | αυλακωτή μύλη; οδηγός μύλη |
| |||
ολισθητήρας f; στοιχείο ολίσθησης |
sliding-block : 3 phrases in 2 subjects |
Mechanic engineering | 2 |
Transport | 1 |