skilled | |
gen. | δεξιοτεχνική; δεξιοτεχνικό; δεξιοτεχνικός |
operator | |
commer. | επιχείρηση |
commer. fin. | επιχειρηματίας |
commun. | τηλεφωνήτρια; τηλεφωνητής; χειρίστρια |
fin. | χρηματιστής; δικαιούχοι και φορείς |
IT tech. | τελεστής |
med. | χειριστής |
transp. avia. | αερομεταφορέας |
| |||
δεξιοτεχνική; δεξιοτεχνικό; δεξιοτεχνικός |
skilled : 46 phrases in 14 subjects |