skill | |
gen. | δεξιοτεχνία |
comp., MS | προσόν |
empl. | ειδικότητα; επαγγελματική ειδικότητα |
memory | |
commun. | διακόπτης μνήμης |
comp., MS | μνήμη |
health. | προσληπτική λειτουργία της μνήμης |
IT | αποθήκευση; μονάδα μνήμης |
| |||
δεξιοτεχνία f | |||
| |||
δεξιότητες f | |||
| |||
προσόν (The ability to proficiently perform certain tasks or duties) | |||
ειδικότητα; επαγγελματική ειδικότητα | |||
English thesaurus | |||
| |||
The learned capacity to achieve pre-determined results (COBIT 5 perspective) | |||
| |||
satellite kill |
skill : 95 phrases in 17 subjects |