sizing | |
agric. construct. | διαλογή κατά μέγεθος ή κατά βάρος |
agric. mater.sc. | ταξινόμηση κατά μέγεθος |
environ. | διαστασιοδότηση; κολλάρισμα |
industr. construct. | έλεγχος διαστάσεων; κολλάρισμα; διαστασιοδότηση |
industr. construct. met. | στάρωμα; κόλλα |
AND | |
comp., MS | λογικό ΚΑΙ |
timing | |
gen. | συγχρονισμός |
el. | χρονισμός |
fin. | επιλογή της κατάλληλης χρονικής στιγμής; επιλογή χρονικού σημείου επέμβασης |
Analysis | |
gen. | Ανάλυση |
analysis | |
environ. | ανάλυση |
life.sc. | ανάλυση καιρού |
market. | λεπτομερής λογιστική ανάλυση |
med. | ψυχανάλυση; ανάλυση; ψυχολογική |
pharma. environ. | δοκιμασία/ανάλυση |
| |||
διαλογή κατά μέγεθος ή κατά βάρος | |||
ταξινόμηση κατά μέγεθος | |||
κόλλημα | |||
διαστασιοδότηση/κολλάρισμα | |||
μέτρηση του στοιχειοθετημένου υλικού | |||
έλεγχος διαστάσεων; κολλάρισμα; διαστασιοδότηση | |||
προκαταρκτικόν επίχρισμα συγκολλήσεως | |||
στάρωμα; κόλλα | |||
αλλαγή κλίμακας | |||
εκτίμηση μεγέθους | |||
διαμέτρηση; καλιμπράρισμα | |||
τελική τύπωση | |||
διάνοιξη απόξεσης | |||
| |||
διαστασιοδότηση; κολλάρισμα |
sizing : 74 phrases in 16 subjects |