|
[saɪz] n | |
|
med. |
ταξινομώ κατά μέγεθος ταξινόμησα |
|
|
agric., construct. |
διαλογή κατά μέγεθος ή κατά βάρος |
agric., mater.sc. |
ταξινόμηση κατά μέγεθος |
commun. |
κόλλημα |
environ. |
διαστασιοδότηση/κολλάρισμα |
industr. |
μέτρηση του στοιχειοθετημένου υλικού |
industr., construct. |
έλεγχος διαστάσεων; κολλάρισμα; διαστασιοδότηση |
industr., construct., chem. |
προκαταρκτικόν επίχρισμα συγκολλήσεως |
industr., construct., met. |
στάρωμα; κόλλα |
IT |
αλλαγή κλίμακας |
IT, dat.proc. |
εκτίμηση μεγέθους |
mech.eng. |
διαμέτρηση; καλιμπράρισμα |
met. |
τελική τύπωση |
met., mech.eng. |
διάνοιξη απόξεσης |
|
sizing To fix the cross-section of structural components on the basis of statics and material strength ['saɪzɪŋ] v | |
|
environ. |
διαστασιοδότηση; κολλάρισμα |
|
|
commun. |
κόλλημα |
industr., construct. |
κολλάρισμα; κόλλα; κόλλα υφάσματος |
industr., construct., chem. |
κολλαρίζω; προκαταρκτικόν επίχρισμα συγκολλήσεως |
med. |
μέγεθος; διάσταση |
nat.sc. |
διαμέτρημα |
|
English thesaurus |
|
|
abbr. |
sz |
|
|
textile, abbr. |
S |