single | |
gen. | άγαμος; μοναδική; μοναδικό; μόνη; μόνο; μοναδικός |
med. | άζυγος; μόνος; αραιώνω; καθαρίζω |
use | |
gen. | δεν ωφελεί; χρησιμότητα; χρησιμοποιώ |
construct. | εκχώρηση για εκμετάλλευση |
health. | απορρόφηση |
law | χρήση |
code | |
gen. | κρυπτογράφημα; κρυπτογραφώ |
commun. | κωδικός δρομολόγησης; χαρακτηριστικός αριθμός |
IT dat.proc. | κώδικας |
IT tech. | προγραμματίζω; κωδικοποιημένη παράσταση |
med. | κώδικας; κωδικεύω κωδίκευσα; κωδικοποιώ |
| |||
άζυγ́ος | |||
| |||
τρίχα | |||
| |||
άγ́αμος; μοναδική; μοναδικό; μόνη; μόνο; μοναδικός; άτομο που ζει μόνο του | |||
διατρητικό στέλεχος | |||
μόνος; μονόκλινο δωμάτιο | |||
απλό | |||
| |||
αραιώνω; καθαρίζω | |||
English thesaurus | |||
| |||
sin | |||
sng | |||
sgle | |||
| |||
Stay Intoxicated Nightly, Get Laid Everyday |
single : 1641 phrases in 59 subjects |