single document | |
gen. | ενιαίο διοικητικό έγγραφο; ενιαίο έγγραφο; ενιαίο παραστατικό |
interface | |
agric. | τμήμα φλοιού μεταξύ δύο εντομών |
commun. IT | διεπαφή |
commun. IT el. | διεπικοινωνία; όριο διασυνδέσεως |
comp., MS | περιβάλλον εργασίας; διασύνδεση |
earth.sc. | διαχωριστική επιφάνεια |
earth.sc. el. | ενδιάμεσο ηλεκτρικής σύνδεσης |
met. | διεπιφάνεια; επιφάνεια επαφής |
| |||
ενιαίο διοικητικό έγγραφο; ενιαίο έγγραφο; ενιαίο διοικητικό παραστατικό | |||
ενιαίο έγγραφο |
single-document : 14 phrases in 6 subjects |
Customs | 3 |
Economics | 2 |
Finances | 3 |
General | 2 |
Microsoft | 1 |
Taxes | 3 |