single abbr. | |
gen. | άγαμος; μοναδική; μοναδικό; μόνη; μόνο; μοναδικός |
med. | άζυγος; μόνος; αραιώνω; καθαρίζω |
circuit abbr. | |
commun. | κύκλωμα' τηλεπικοινωνιακό κύκλωμα |
el. | τριφασική γραμμή μεταφοράς |
IT | τηλεπικοινωνιακή οδός; τηλεπικοινωνιακό κύκλωμα; τηλεπικοινωνιακός φορέας |
pattern abbr. | |
comp., MS | μοτίβο |
industr. construct. | στάμπα για κοπή; περιτύπωμα; σκάλισμα |
industr. construct. chem. | μάρκα οπίσθιας σφράγισης; σήμα οπίσθιας σφράγισης |
mater.sc. | πρότυπο φύλλο; πρωτότυπο |
| |||
άζυγ́ος | |||
| |||
τρίχα | |||
| |||
άγ́αμος; μοναδική; μοναδικό; μόνη; μόνο; μοναδικός; άτομο που ζει μόνο του | |||
διατρητικό στέλεχος | |||
μόνος; μονόκλινο δωμάτιο | |||
απλό | |||
| |||
αραιώνω; καθαρίζω | |||
English thesaurus | |||
| |||
sin | |||
sng | |||
sgle | |||
| |||
Stay Intoxicated Nightly, Get Laid Everyday |
single : 1641 phrases in 59 subjects |