single abbr. | |
gen. | άγαμος; μοναδική; μοναδικό; μόνη; μόνο; μοναδικός |
med. | άζυγος; μόνος; αραιώνω; καθαρίζω |
station abbr. | |
commun. | χειροσυσκευή; μικροτηλέφωνο; τηλέφωνο; τηλεφωνικό όργανο; τηλεφωνική συσκευή |
environ. | σταθμός |
coverage abbr. | |
gen. | πληθυσμιακή κάλυψη |
agric. | ψεκασμός κάλυψης |
commun. | χώρος κάλυψης; κάλυψη εκπομπής |
el. | επιφάνεια κάλυψης δορυφόρου |
law | πεδίο εφαρμογής; όρια ισχύος |
math. | κάλυψη |
met. | βάρος απαιτούμενου υλικού ανά μονάδα επιφάνειας για τη δημιουργία στρώματος ορισμένου πάχους |
| |||
άζυγ́ος | |||
| |||
τρίχα | |||
| |||
άγ́αμος; μοναδική; μοναδικό; μόνη; μόνο; μοναδικός; άτομο που ζει μόνο του | |||
διατρητικό στέλεχος | |||
μόνος; μονόκλινο δωμάτιο | |||
απλό | |||
| |||
αραιώνω; καθαρίζω | |||
English thesaurus | |||
| |||
sin | |||
sng | |||
sgle | |||
| |||
Stay Intoxicated Nightly, Get Laid Everyday |
single : 1641 phrases in 59 subjects |