single sampling | |
math. | μόνο δειγματοληψία; μονάδα δειγματοληψίας στάδιο; ενωτικό δειγματοληψία |
plan | |
gen. | σχεδιάζω |
commun. | σχέδιο εργασίας; διάταξις έργου |
econ. | χάρτης |
environ. | σχέδιο; σχεδιάγραμμα; σχέδιο/σχεδιάγραμμα |
forestr. | πλάνο |
IT dat.proc. | σχέδιο |
life.sc. transp. | πορτολάνος |
| |||
μόνο δειγματοληψία; μονάδα δειγματοληψίας στάδιο; ενωτικό δειγματοληψία | |||
δειγματοληψία ενός στοιχείου |
single sampling : 3 phrases in 1 subject |
Statistics | 3 |