single | |
gen. | άγαμος; μοναδική; μοναδικό; μόνη; μόνο; μοναδικός |
med. | άζυγος; μόνος; αραιώνω; καθαρίζω |
-entity | |
commun. | οντότητα |
entity | |
comp., MS | οντότητα |
construct. | σύνολο; συγκρότημα |
authentication | |
gen. | επικύρωση |
commun. IT | επαλήθευση; επιβεβαίωση γνησιότητας |
comp., MS | έλεγχος ταυτότητας |
| |||
άζυγ́ος | |||
| |||
τρίχα | |||
| |||
άγ́αμος; μοναδική; μοναδικό; μόνη; μόνο; μοναδικός; άτομο που ζει μόνο του | |||
διατρητικό στέλεχος | |||
μόνος; μονόκλινο δωμάτιο | |||
απλό | |||
| |||
αραιώνω; καθαρίζω | |||
English thesaurus | |||
| |||
sin | |||
sng | |||
sgle | |||
| |||
Stay Intoxicated Nightly, Get Laid Everyday |
single : 1641 phrases in 59 subjects |