linear | |
gen. | γραμμική; γραμμικό |
angular | |
med. | γωνιώδης; γωνιωτός |
Inspection | |
med. | Επιθεώρηση |
inspection | |
gen. | επιθεώρηση/εξέταση/αυτοψία/έλεγχος/εποπτεία; επιθεώρηση |
account. | επισκόπηση |
environ. | εποπτεία |
industr. construct. met. | διαλογή; έλεγχος |
law insur. commun. | έλεγχος' επιτήρηση |
med. | εξέταση |
simultaneous : 69 phrases in 20 subjects |