simulation | |
environ. | προσομοίωση |
mode | |
commun. | μέθοδος; μέθοδος λειτουργίας |
comp., MS | λειτουργία; λειτουργία |
el. | ρυθμός διάδοσης; ρυθμός |
math. | κορυφή |
stat. | επικρατούσα τιμή; τύπος |
stat. transp. | είδος συγκοινωνίας |
| |||
παθομίμηση; παθομιμητισμός; προσποίηση; προσποίηση ασθένειας | |||
| |||
προσομοίωση; εξομοίωση | |||
| |||
προσομοίωση | |||
English thesaurus | |||
| |||
sml | |||
Element of deception active measures aimed at deceiving the enemy regarding friendly intentions and аддгеззіопаїа, by making him collect false information. (FRA) |
simulation : 76 phrases in 18 subjects |