signalling | |
commun. | σηματοδοσία; αυτόματη σηματοδότηση |
box | |
agric. | διαμέρισμα |
construct. | μικρό πυρασφαλές διαμέρισμα; θέση παρκαρίσματος |
fin. scient. | ελάχιστη βαθμίδα μεταβολής |
food.ind. | θάλαμος; κλωβός |
hobby | ίππος; διάταξη για άλματα |
mater.sc. | κοσμηματοθήκη |
mech.eng. | αντιτριβικός δακτύλιος |
with | |
gen. | με |
push button | |
commun. transp. | κουμπί |
mech.eng. el. | κομβίο εκκινητή; διακόπτης μίζας |
push-button | |
commun. el. | κομβίο επαφής; πλήκτρο; ωστικό κομβίο |
routing | |
commun. | οδός διαβίβασης; δρομολόγηση κίνησης |
comp., MS | δρομολόγηση |
earth.sc. life.sc. | υπολογισμός διαδόσεως πλημμυρικού κύματος |
el. | δρομοθέτηση; διάνοιξη διαδρομής; όδευση |
industr. construct. | βαθεία άροσις |
| |||
σηματοδοσία; αυτόματη σηματοδότηση | |||
σηματοδότηση |
signal : 279 phrases in 15 subjects |