share | |
gen. | μποιράζω |
shared | |
gen. | μεριζόμενη; μεριζόμενο; μεριζόμενος |
IT dat.proc. | Καταμερισμένος; κοινής χρήσεως |
shares | |
account. | μετοχές |
busin. labor.org. account. | μετοχές ή μερίδια |
control | |
comp., MS | στοιχείο ελέγχου |
econ. | δεσμός ελέγχου; δεσμός κυριαρχίας |
el. | χειρισμός |
life.sc. tech. | ποταμία τομή παρατηρήσεων |
mater.sc. | οδηγώ |
math. | έλεγχος |
tech. construct. | διατομή; τμήμα ελέγχου |
transp. | όργανο χειρισμού |
| |||
μετοχές | |||
μετοχές ή μερίδια | |||
| |||
μερισμός μέσων; Διαμερισμός/Kαταμερισμός | |||
| |||
μποιράζω | |||
| |||
μεριζόμενη; μεριζόμενο; μεριζόμενος | |||
Καταμερισμένος; κοινής χρήσεως | |||
English thesaurus | |||
| |||
Satellite Health Access for Remote Environment Demonstrator project (a pilot platform) | |||
Scientists For Health And REsearch For Development |
shared : 342 phrases in 34 subjects |