sequential sampling abbr. | |
math. | ακολουθιακή επιλογή; δειγματοληψία κατά ομάδες; πολυσταδιακή δειγματοληψία; ακολουθιακή δειγματοληψία |
stat. | συνεχής δειγματοληψία |
plan abbr. | |
gen. | σχεδιάζω |
commun. | σχέδιο εργασίας; διάταξις έργου |
econ. | χάρτης |
environ. | σχέδιο; σχεδιάγραμμα; σχέδιο/σχεδιάγραμμα |
forestr. | πλάνο |
IT dat.proc. | σχέδιο |
life.sc. transp. | πορτολάνος |
| |||
ακολουθιακή επιλογή; δειγματοληψία κατά ομάδες; πολυσταδιακή δειγματοληψία; ακολουθιακή δειγματοληψία | |||
συνεχής δειγματοληψία | |||
δειγματοληψία προοδευτική |
sequential sampling : 2 phrases in 1 subject |
Statistics | 2 |