sequence | |
comp., MS | ακολουθία |
IT tech. | τάξη; σχηματίζω ακολουθία; ταξινομημένη ακολουθία |
life.sc. | αλληλουχία νουκλεοτιδίων |
med. | αλληλουχία; ακολουθία; σειρά; προσδιορίζω αλληλουχία προσδιόρισα |
sequencing | |
chem. | αλυσιδωτή διαδικασία |
of | |
gen. | από |
Account | |
comp., MS | Λογαριασμός |
account | |
econ. | λογαριασμός |
fin. | περίοδος εκκαθάρισης |
accounting | |
econ. | λογιστική |
fin. med. | Λογιστική Οργάνωση |
accounts | |
fin. | λογαριασμοί; λογιστική; λογιστική κατάσταση |
fin. econ. account. | οικονομικές καταστάσεις |
fin. med. | Λογιστική Οργάνωση |
| |||
ακολουθία f (An instance of a queryable type) | |||
τάξη f; ταξινομημένη ακολουθία | |||
αλληλουχία νουκλεοτιδίων | |||
αλληλουχία f; ακολουθία f; σειρά m; προσδιορίζω αλληλουχία προσδιόρισα | |||
| |||
σχηματίζω ακολουθία | |||
| |||
αλυσιδωτή διαδικασία; διαδικασία εν σειρά | |||
ακολουθιακοποίηση | |||
σειρά | |||
προσδιορισμός αλληλουχίας | |||
ιεράρχηση | |||
ακολουθία; ανάλυση με διαδοχή; προοδευτική δειγματοληψία | |||
English thesaurus | |||
| |||
sq |
sequence : 497 phrases in 27 subjects |