separator abbr. | |
agric. | επιλογέας κόκκων; φυγοκεντρικός διαχωριστής κρέμας; διαχωριστήρας κόκκων |
commun. IT nat.sc. | διαχωριστής |
comp., MS | διαχωριστικό |
earth.sc. mech.eng. | αποχωριστής |
environ. | διαχωριστής |
environ. mech.eng. | διαχωριστήρας |
industr. construct. | χτένι του αργαλειού |
mech.eng. | διαχωριστής υγρασίας |
string abbr. | |
gen. | κλωστή; στήλη ηλεκτροδίου |
comp., MS | συμβολοσειρά |
construct. | δοκός ζεύξεως |
el. | αλυσίδα ηλιακών κυψελίδων |
industr. | σπάγγος |
industr. construct. | σπάγκος |
industr. construct. met. | λεπτή κλωστή; λεπτό νήμα |
met. el. | σύρμα για συνδέσεις |
| |||
επιλογέας κόκκων; φυγοκεντρικός διαχωριστής κρέμας; διαχωριστήρας κόκκων; κορυφολόγος; κορυφολόγος αγροκτήματος | |||
διαχωριστής m | |||
διαχωριστικό m (A line that separates groups of controls (on a surface) or commands (on a menu)) | |||
αποχωριστής m | |||
διαχωριστήρας f | |||
χτένι του αργαλειού | |||
διαχωριστής υγρασίας | |||
διαχωριστική νησίδα | |||
| |||
διαχωριστής m | |||
English thesaurus | |||
| |||
విభాజకం |
separator : 193 phrases in 20 subjects |