separation | |
gen. | απόθεση; διαχωρισμός του συγχρονισμού |
coal. chem. | καθαρισμός |
earth.sc. | αποκόλληση |
environ. | διαχωρισμός; διαχωρισμός/αποχωρισμός/διαλογή/αποκόλληση; διαλογή |
law | χωρισμός |
law sec.sys. lab.law. | αποχώρηση |
technique | |
gen. | τεχνική |
in tandem | |
transp. nautic. | νοηπομπή |
| |||
απόθεση f; διαχωρισμός του συγχρονισμού | |||
αναλυτικός διαχωρισμός | |||
καθαρισμός m; διαλογή f | |||
αποκόλληση f | |||
διαχωρισμός m; διαχωρισμός/αποχωρισμός/διαλογή/αποκόλληση m | |||
χωρισμός m | |||
αποχώρηση f | |||
αποχωρισμός m; απόσταση οχημάτων | |||
| |||
διαλογή f | |||
English thesaurus | |||
| |||
The spacing between aircraft, altitudes, or tracks | |||
physical state of a married couple living apart, but not yet divorce; An arrangement where a husband and wife live apart from each other while remaining married either by mutual consent or by a judicial order | |||
sep; sepn |
separation : 316 phrases in 37 subjects |