separation abbr. | |
gen. | απόθεση; διαχωρισμός του συγχρονισμού |
coal. chem. | καθαρισμός |
earth.sc. | αποκόλληση |
environ. | διαχωρισμός; διαχωρισμός/αποχωρισμός/διαλογή/αποκόλληση; διαλογή |
law | χωρισμός |
law sec.sys. lab.law. | αποχώρηση |
by abbr. | |
gen. | διά; μέσω; από |
implementation abbr. | |
gen. | απολογισμός εφαρμογής |
commun. IT energ.ind. | μεταφορά σε εθνικό επίπεδο; μεταφορά σε εθνικό επίπεδο ενός ευρωπαϊκού προτύπου |
environ. | Εφαρμογή |
IT | υλοποίηση; υλοποίηση ενός συστήματος |
of abbr. | |
gen. | από |
oxygen abbr. | |
environ. | οξυγόνο |
food.ind. chem. | οξυγόνο ; Ε 948 |
| |||
απόθεση; διαχωρισμός του συγχρονισμού | |||
αναλυτικός διαχωρισμός | |||
καθαρισμός; διαλογή | |||
αποκόλληση | |||
διαχωρισμός m; διαχωρισμός/αποχωρισμός/διαλογή/αποκόλληση m | |||
χωρισμός m | |||
αποχώρηση | |||
αποχωρισμός m; απόσταση οχημάτων | |||
| |||
διαλογή | |||
English thesaurus | |||
| |||
The spacing between aircraft, altitudes, or tracks | |||
physical state of a married couple living apart, but not yet divorce; An arrangement where a husband and wife live apart from each other while remaining married either by mutual consent or by a judicial order | |||
sep; sepn |
separation : 316 phrases in 37 subjects |