selective | |
econ. nat.sc. agric. | εκλεκτικός; επιλεκτικός |
value | |
gen. | εκτιμώ |
busin. labor.org. account. | αποτίμηση; αποτιμώ; εφαρμόζω την τρέχουσα αξία |
comp., MS | τιμή |
med. | αξία; τιμή |
scient. el. | στιγμιαία τιμή |
| |||
εκλεκτικός; επιλεκτικός | |||
πίεση επιλογής |
selective : 251 phrases in 33 subjects |