selective | |
econ. nat.sc. agric. | εκλεκτικός; επιλεκτικός |
thin | |
agric. | αραιώνω |
comp., MS | ισχνά |
nat.sc. agric. | αδύνατος |
thinner | |
agric. | αραιωτική μηχανή; μηχανή αραιώματος φυτών |
chem. | αραιωτής; αραιωτικό; αραιωτικό μέσο; διαλύτης |
chem. met. | διαλυτικό |
| |||
εκλεκτικός; επιλεκτικός | |||
πίεση επιλογής |
selective : 251 phrases in 33 subjects |