selective fading | |
el. | επιλογική διάλειψη; διαφορική διάλειψη; επιλεκτική διάλειψη |
effect | |
gen. | επιτελώ; κατορθώνω |
environ. | επιπτώσεις/αποτελέσματα/συνέπειες; συνέπειες |
health. | αποτέλεσμα |
med. | επίδραση; συνέπεια |
effects | |
health. | επιδράσεις |
| |||
επιλογική διάλειψη; διαφορική διάλειψη; επιλεκτική διάλειψη |
selective fading : 5 phrases in 2 subjects |
Communications | 1 |
Electronics | 4 |