select | |
gen. | εκλεκτή; εκλεκτό; εκλεκτός |
comp., MS | επιλέγω |
selected | |
gen. | επιλεγμένη; επιλεγμένο; επιλεγμένος |
selecting | |
commun. | επιλογική κλήση; επιλογή |
component | |
gen. | εξάρτημα |
comp., MS | στοιχείο |
construct. | δομικό στοιχείο |
mech.eng. | μηχανικό κομμάτι; μηχανικό όργανο |
med. | συστατικό μόριο; συστατικό; συστατικό στοιχείο |
scient. el. | συνιστώσα |
transp. | στοιχείο |
| |||
εκλεκτή; εκλεκτό; εκλεκτός | |||
επιλέγω (To mark text, cells, and similar items that will be subject to a user action, such as copying text) | |||
| |||
επιλογική κλήση; επιλογή | |||
πρόσκληση για λήψη | |||
| |||
επιλεγμένη; επιλεγμένο; επιλεγμένος | |||
English thesaurus | |||
| |||
Electrical Contractors' Association of Scotland (Johnny Bravo) | |||
| |||
sel. (Vosoni) |
selected : 95 phrases in 25 subjects |