segmenting | |
IT | κατάτμηση |
fund | |
gen. | χρηματοδοτώ; κονδύλιο; διατίθενται πόροι για ... |
fin. | εταιρία επενδύσεων |
funding | |
account. | σχηματισμός κεφαλαίου |
fin. | πράξη αναδιάταξης; πράξη παγιοποίησης |
fin. social.sc. | κεφαλαιοποίηση; προχρηματοδότηση |
funds | |
fin. | κεφάλαια |
| |||
κατάτμηση | |||
English thesaurus | |||
| |||
segm |
segmented : 34 phrases in 17 subjects |