segment abbr. | |
agric. mech.eng. | τύμπανο κυλίνδρου; σώμα κυλίνδρου; στοιχείο κυλίνδρου |
IT | εικονοτμήμα; τομέας |
life.sc. tech. | στοιχείον ή τμήμα διατομής |
med. | τμήμα; τεμάχιο; χωρίζω σε τμήματα χώρισα; τέμνω έτμησα |
roller abbr. | |
agric. | κύλινδρος του ζυμωτηρίου |
earth.sc. | αναρρηγνυόμενο κύμα; αντιμάμαλο; εκχυνόμενο κύμα |
industr. | έλαστρο |
lab.law. | ελασματουργός θερμής ελάσεως; χειριστής ελάστρου ξεχονδρίσματος; χειριστής τελικών ελάστρων |
textile | αντίο |
| |||
τύμπανο κυλίνδρου; σώμα κυλίνδρου; στοιχείο κυλίνδρου | |||
εικονοτμήμα f; τομέας f | |||
στοιχείον ή τμήμα διατομής | |||
τμήμα f; τεμάχιο; χωρίζω σε τμήματα χώρισα; τέμνω έτμησα; τετμημένος m; μεταμερίδιο | |||
προκατασκευασμένο στοιχείο επένδυσης | |||
| |||
κατάτμηση | |||
English thesaurus | |||
| |||
seg | |||
segm. | |||
| |||
segms |
segment : 207 phrases in 21 subjects |