second strike | |
el. | απαντητικό πυρηνικό πλήγμα; δεύτερο πλήγμα |
capability | |
gen. | ικανότητα σχεδιασμού |
commun. | δυνατότητα' ικανότητα |
comp., MS | δυνατότητα |
| |||
απαντητικό πυρηνικό πλήγμα; δεύτερο πλήγμα |
second strike : 4 phrases in 2 subjects |
Electronics | 3 |
General | 1 |