DictionaryForumContacts

Google | Forvo | +

second growth

['sekənd'grəuθ]
agric. δευτερογενής βλαστός; δευτερογενής βλαστός του οποίου η κοπή αναβάλλεται μέχρι περαιτέρω ωριμάνσεώς του; μορφολογικές ανωμαλίες των κονδύλων

Add | Report an error | Get short URL