screened | |
commun. el. | θωρακισμένος |
screening | |
environ. | διαλογή; ανίχνευση; διερεύνηση; θωράκιση; κοσκίνισμα; σάρωση |
life.sc. industr. | διαλογή |
loop antenna | |
commun. | πλαίσιο; βροχοκεραία; κεραία πλαίσιο |
| |||
στράγγισμα; κοσκίνισμα πιτύρου | |||
τοποθέτηση πλεγμάτων | |||
διαλογή/κοσκίνισμα/σάρωση/ανίχνευση/διερεύνηση/θωράκιση | |||
δοκιμή ανίχνευσης | |||
κλισέ | |||
αναλυτική εξέταση | |||
διαλογή | |||
προληπτικός έλεγχος; προσυμπτωματικός έλεγχος | |||
κοσκίνισμα | |||
κλασσάρισμα; ταξινόμησις; υπαγωγή | |||
έλεγχος ασφαλείας | |||
| |||
διαλογή; ανίχνευση; διερεύνηση; θωράκιση; κοσκίνισμα; σάρωση | |||
| |||
εσχαρίσματα | |||
| |||
θωρακισμένος |
screened : 129 phrases in 28 subjects |