scientific | |
gen. | επιστημονική; επιστημονικό; επιστημονικός |
-function | |
IT | λειτουργία |
function | |
gen. | λειτουργώ |
comp., MS | λειτουργία; συνάρτηση |
IT | συνάρτηση; συναρτησιακή διαδικασία |
med. | λειτουργία; λειτουργώ λειτούργησα; έργο |
| |||
επιστημονική; επιστημονικό; επιστημονικός | |||
English thesaurus | |||
| |||
sc; sci; scient |
scientific : 327 phrases in 35 subjects |