sampling | |
econ. account. | δειγματoληψία; ελεγκτική δειγματοληψία |
environ. | δειγματοληψία |
med. | δειγματοληψία |
survey | |
forestr. | εξέταση; καταμέτρηση |
life.sc. | αποτυπώνω |
surveying | |
gen. | γεωδαισία |
construct. | τοπογράφηση |
IT astronaut. tech. | κάλυψη |
life.sc. | χωρομετρία |
nat.sc. agric. industr. | αποτύπωση |
social.sc. | πραγματοποιώ κοινωνική έρευνα |
transp. | τοπογραφική αποτύπωση |
| |||
δειγματoληψία | |||
| |||
ελεγκτική δειγματοληψία | |||
δειγματοληψία | |||
δειγματοληπτική μέθοδος; δειγματοληψία' επιλογή δείγματος | |||
| |||
δειγματοληψία | |||
English thesaurus | |||
| |||
samp | |||
The retrieval for analysis of material known or suspected to have been employed in a chemical, biological, radiological or nuclear attack or to have arisen from release other than attack |
sampling : 464 phrases in 29 subjects |