sampling | |
econ. account. | δειγματoληψία; ελεγκτική δειγματοληψία |
environ. | δειγματοληψία |
med. | δειγματοληψία |
spear | |
commun. IT | ακόντιο |
with | |
gen. | με |
compartment | |
comp., MS | διαμέρισμα |
fin. | τμήμα του χρηματιστηρίου των Παρισίων |
food.ind. | κλωβός |
forestr. | δασοσυστάς |
mater.sc. | ερμάριο |
med. | τομέας; χώρος; διαμέρισμα |
transp. | διαμέρισμα επιβατάμαξας; χώρος επιβατάμαξας |
| |||
δειγματoληψία | |||
| |||
ελεγκτική δειγματοληψία | |||
δειγματοληψία | |||
δειγματοληπτική μέθοδος; δειγματοληψία' επιλογή δείγματος | |||
| |||
δειγματοληψία | |||
English thesaurus | |||
| |||
samp | |||
The retrieval for analysis of material known or suspected to have been employed in a chemical, biological, radiological or nuclear attack or to have arisen from release other than attack |
sampling : 464 phrases in 29 subjects |