sampling abbr. | |
econ. account. | δειγματoληψία; ελεγκτική δειγματοληψία |
environ. | δειγματοληψία |
med. | δειγματοληψία |
spear abbr. | |
commun. IT | ακόντιο |
with abbr. | |
gen. | με |
long abbr. | |
gen. | μακριά; μακροχρόνια; μακροχρόνιο; μακροχρόνιος; μακρύ; σε μεγάλη χρονική απόσταση |
fin. | κάτοχος μετοχών με αισιόδοξες πεποιθήσεις; πιστωτική θέση |
split abbr. | |
fin. | μερισμός μετοχής |
forestr. | ραγάδα; ρωγμή ξύλου |
industr. construct. | κρούστα; αγανίλα; σουβλί |
industr. construct. met. | ρωγμή |
med. | κόβω έκοψα; κομμένος; διακόπτω διέκοψα |
| |||
δειγματoληψία | |||
| |||
ελεγκτική δειγματοληψία | |||
δειγματοληψία | |||
δειγματοληπτική μέθοδος; δειγματοληψία' επιλογή δείγματος | |||
| |||
δειγματοληψία | |||
English thesaurus | |||
| |||
samp | |||
The retrieval for analysis of material known or suspected to have been employed in a chemical, biological, radiological or nuclear attack or to have arisen from release other than attack |
sampling : 464 phrases in 29 subjects |