sampling | |
econ. account. | δειγματoληψία; ελεγκτική δειγματοληψία |
environ. | δειγματοληψία |
med. | δειγματοληψία |
-service | |
econ. IT | υπηρεσία |
service | |
gen. | κλάδος; συντηρώ; τελετή |
commun. | τηλεπικοινωνιακή υπηρεσία' υπηρεσία |
comp., MS | υπηρεσία |
earth.sc. mech.eng. | συντήρηση |
econ. | υπηρεσία |
econ. commer. construct. | υπηρεσίες |
law | επιδόσεις |
| |||
δειγματoληψία | |||
| |||
ελεγκτική δειγματοληψία | |||
δειγματοληψία | |||
δειγματοληπτική μέθοδος; δειγματοληψία' επιλογή δείγματος | |||
| |||
δειγματοληψία | |||
English thesaurus | |||
| |||
samp | |||
The retrieval for analysis of material known or suspected to have been employed in a chemical, biological, radiological or nuclear attack or to have arisen from release other than attack |
sampling : 464 phrases in 29 subjects |