sampling abbr. | |
econ. account. | δειγματoληψία; ελεγκτική δειγματοληψία |
environ. | δειγματοληψία |
med. | δειγματοληψία |
Density abbr. | |
gen. | Πυκνότητα |
density abbr. | |
anim.husb. | πυκνότης βοσκήσεως |
environ. | πυκνότητα; ειδικό βάρος; πυκνότητα/ειδικό βάρος |
IT | πυκνότητα εγγραφής |
med. | πυκνότητα |
phys.sc. | ειδικό βάρος |
stat. | βέλτιστη πυκνότητα |
| |||
δειγματoληψία | |||
| |||
ελεγκτική δειγματοληψία | |||
δειγματοληψία | |||
δειγματοληπτική μέθοδος; δειγματοληψία' επιλογή δείγματος | |||
| |||
δειγματοληψία | |||
English thesaurus | |||
| |||
samp | |||
The retrieval for analysis of material known or suspected to have been employed in a chemical, biological, radiological or nuclear attack or to have arisen from release other than attack |
sampling : 464 phrases in 29 subjects |