sampling | |
econ. account. | δειγματoληψία; ελεγκτική δειγματοληψία |
environ. | δειγματοληψία |
med. | δειγματοληψία |
cavity | |
gen. | κοιλότητα των κυττάρων |
construct. | κοίλωμα δαπέδου |
el. | κυματοπαγίδα ή ηχείο ή κοιλότητα |
industr. construct. chem. | εσωτερική κοιλότης καλουπιού |
market. mater.sc. | κοιλότητα; μήτρα; φιλιέρα |
med. | σπήλαιο; κοιλότης επί της παρειακής επιφανείας του οδόντος συνεπεία τερηδόνας |
| |||
δειγματoληψία | |||
| |||
ελεγκτική δειγματοληψία | |||
δειγματοληψία | |||
δειγματοληπτική μέθοδος; δειγματοληψία' επιλογή δείγματος | |||
| |||
δειγματοληψία | |||
English thesaurus | |||
| |||
samp | |||
The retrieval for analysis of material known or suspected to have been employed in a chemical, biological, radiological or nuclear attack or to have arisen from release other than attack |
sampling : 464 phrases in 29 subjects |