safeguard | |
gen. | μηχανισμός διασφαλίσεως |
commer. polit. | μέτρο διασφάλισης |
immigr. tech. | ενεργές ασφάλειες |
safeguarding | |
econ. IT | εξασφάλιση; προστασία |
safeguards | |
gen. | μέτρα ελέγχου; έλεγχος διασφαλίσεων |
account. | διασφαλίσεις |
dat.proc. | εγγυήσεις |
energ.ind. nucl.phys. | έλεγχος διασφαλίσεων; μέτρα κατοχύρωσης |
approach | |
gen. | προσεγγίζω |
construct. | ράμπα προσπελάσεως; γέφυρα προσαγωγής; κεκλιμένα επίπεδα προσπελάσεως στη γέφυρα |
earth.sc. mech.eng. | διαφορά οριακών τιμών ψύξης; προσέγγιση |
environ. | προσέγγιση |
mech.eng. | διαδρομή προσέγγισης; πλησιάζω |
transp. avia. | επίδειξη σε πτήση |
AND | |
comp., MS | λογικό ΚΑΙ |
implementation | |
gen. | απολογισμός εφαρμογής |
commun. IT energ.ind. | μεταφορά σε εθνικό επίπεδο; μεταφορά σε εθνικό επίπεδο ενός ευρωπαϊκού προτύπου |
environ. | Εφαρμογή |
IT | υλοποίηση; υλοποίηση ενός συστήματος |
| |||
μέτρα ελέγχου; έλεγχος διασφαλίσεων | |||
| |||
μηχανισμός διασφαλίσεως | |||
| |||
διασφαλίσεις | |||
| |||
μέτρο διασφάλισης | |||
| |||
εγγυήσεις f | |||
έλεγχος διασφαλίσεων; μέτρα κατοχύρωσης | |||
| |||
ενεργές ασφάλειες | |||
| |||
εγγύηση διασφαλίσεως | |||
| |||
διασφαλίζω | |||
| |||
προστασία' εξασφάλιση | |||
διαφύλαξη | |||
εξασφάλιση; προστασία | |||
English thesaurus | |||
| |||
A practice, procedure or mechanism that reduces risk | |||
sfgd | |||
| |||
Do the necessary work or take the necessary measures to protect personnel and equipment from direct or indirect threats. FRA |
safeguards : 125 phrases in 28 subjects |