royalties | |
market. fin. | δικαίωμα εκμετάλλευσης; πληρωτέο ποσό έναντι δικαιωμάτων χρήσης τεχνολογιών; συγγραφικό δικαίωμα |
royalty | |
commun. | συγγραφικά δικαιώματα |
environ. | δικαίωμα; συγγραφικά δικαιώματα |
fin. | ποσό δικαιωμάτων εκμετάλλευσης |
law | δικαιώματα εκμεταλλεύσεως |
law agric. | δασμός υλοτομήσεως |
from | |
gen. | από |
patent | |
gen. | ευρεσιτεχνία/δίπλωμα ευρεσιτεχνίας |
econ. | δίπλωμα ευρεσιτεχνίας |
environ. | δίπλωμα ευρεσιτεχνίας |
law work.fl. | έγγραφο ευρεσιτεχνίας; προδιαγραφή ευρεσιτεχνίας |
med. | ευρεσιτεχνία; πατεντάρω πατεντάρισα; κατοχυρώνω με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας; πατέντα |
| |||
αμοιβή f | |||
συγγραφικά δικαιώματα | |||
δικαίωμα χρήσης/συγγραφικά δικαιώματα | |||
ποσό δικαιωμάτων εκμετάλλευσης; οφειλή f; χρέος n | |||
δικαιώματα εκμεταλλεύσεως | |||
δασμός υλοτομήσεως | |||
δικαίωμα χρήσης; ρόγιαλτυ | |||
| |||
δικαίωμα εκμετάλλευσης; πληρωτέο ποσό έναντι δικαιωμάτων χρήσης τεχνολογιών; συγγραφικό δικαίωμα | |||
| |||
δικαίωμα n (χρήσης); συγγραφικά δικαιώματα | |||
English thesaurus | |||
| |||
royalties |
royalties : 25 phrases in 6 subjects |
Economics | 3 |
Finances | 4 |
General | 2 |
Law | 14 |
Microsoft | 1 |
Taxes | 1 |