routing group | |
comp., MS | ομάδα δρομολόγησης |
connector | |
coal. | σύνδεσμος |
econ. work.fl. | αποπομπή διαγράμματος οργάνωσης |
el. | βύσμα |
IT el. | συνδετήρας |
mech.eng. | άτρακτος ολισθαίνοντος σφήνα; δακτύλιος σύμπλεξης με εξωτερική οδόντωση |
med. | συνδέτης; νευρικό κέντρο που συνδέει το κεντρομόλο με το φυγόκεντρο νεύρο του νευρικού τόξου |
transp. el. | σύρμα επαφής; ακροδέκτης συνδέσεως συρμάτων |
| |||
ομάδα δρομολόγησης (A logical grouping of well-connected Exchange servers between which no connector is required for message transfer) |
routing group : 2 phrases in 1 subject |
Microsoft | 2 |