rotation | |
gen. | εναλλαγή καλλιεργειών; αμειψισπορά; διαδοχή καλλιεργειών |
agric. construct. | εναλλασσόμενη διανομή νερού; κυκλική διανομή του αρδευτικού νερού |
commun. transp. | ρύγχος επάνω; θέση κεφαλής αεροσκάφους πάνω από τον ορίζοντα |
comp., MS | περιστροφή |
interlocking | |
commun. transp. | ασφάλεια κλειδιού σιδηροδρομικής γραμμής; ασφάλεια οδοφράγματος |
construct. | αλληλοεμπλοκή |
industr. | πίληση |
med. | εμπλοκή |
| |||
εναλλαγή καλλιεργειών; αμειψισπορά f; διαδοχή καλλιεργειών | |||
εναλλασσόμενη διανομή νερού; κυκλική διανομή του αρδευτικού νερού | |||
ρύγχος επάνω; θέση κεφαλής αεροσκάφους πάνω από τον ορίζοντα | |||
περιστροφή f (A multi-touch gesture that consists of two fingers moving around a center point or one finger moving around a finger that is not moving) | |||
περιστροφή f; εναλλαγή f; περιστροφική κίνηση; στροφή f; διαδοχή f | |||
English thesaurus | |||
| |||
rotn | |||
An industry term that refers to a variety of different jewelry pieces sold at one time. | |||
rot |
rotation : 233 phrases in 30 subjects |