rotary abbr. | |
commun. | περιστροφικό πιεστήριο |
size abbr. | |
commun. | κόλλημα |
industr. construct. | κολλάρισμα; κόλλα; κόλλα υφάσματος |
industr. construct. chem. | κολλαρίζω; προκαταρκτικόν επίχρισμα συγκολλήσεως |
med. | ταξινομώ κατά μέγεθος ταξινόμησα; μέγεθος; διάσταση |
nat.sc. | διαμέτρημα |
sorting table abbr. | |
agric. | τραπέζι διαλογής |
| |||
περιστροφικό πιεστήριο | |||
| |||
περιστροφικός; περιστρεφόμενος |
rotary : 468 phrases in 25 subjects |