rotary | |
commun. | περιστροφικό πιεστήριο |
chisel | |
agric. | υπεδάφιο άροτρο; εδαφοσχίστης; εκριζωτής βαρέος τύπου; καλλιεργητής βαρέος τύπου |
forestr. | σκαρπέλο |
industr. | σφήνα |
mech.eng. | σμίλη; κοπίδι |
med. | σμίλη χειρουργική |
| |||
περιστροφικό πιεστήριο | |||
| |||
περιστροφικός; περιστρεφόμενος |
rotary : 468 phrases in 25 subjects |